κόγχου

κόγχου
κόγχος
shell-full
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • PINNA — I. PINNA Hebr. Gap desc: Hebrew, an per sermonis compendium, quasi spina fossaria, quia his quasi spinis aquam fodit piscis et sulcat? Graecis πτερύγιον, ab alarum similitudine. Ut enim pulse aeris feruntur alae et ferunt, ita promovent pisces,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κογχοστάτης — ο ανθρωπολ. όργανο με το οποίο προσδιορίζεται η διεύθυνση τού άξονα τού κόγχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + στάτης (< ασθενές θ. στă τού ἵστημι), πρβλ. ορθο στάτης, παρα στάτης] …   Dictionary of Greek

  • κογχόμετρο — το ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό εργαλείο για μέτρηση τών διαστάσεων τού οφθαλμικού κόγχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + μετρο (< μέτρο), πρβλ. δρομό μετρο, ταχύ μετρο] …   Dictionary of Greek

  • οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

  • περικόγχιο — το ανατ. το περιόστεο τού οφθαλμικού κόγχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κόγχη] …   Dictionary of Greek

  • τροχιλιακός — ή, ό, Ν [τροχιλία] 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροχιλία 2. φρ. α) «τροχιλιακός βόθρος» ανατ. βόθρος στο άνω τοίχωμα τού οφθαλμικού κόγχου όπου προσφύεται η τροχιλία β) «τροχιλιακό νεύρο» ανατ. κινητικό εγκεφαλικό νεύρο στην… …   Dictionary of Greek

  • υπερκόγχιος — α, ο, Ν (για ανατομικό σχηματισμό) αυτός που σχετίζεται με το άνω χείλος ή το άνω τοίχωμα τού οφθαλμικού κόγχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + κόγχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λ. Παπαϊωάννου] …   Dictionary of Greek

  • υψικογχία — η, Ν σχηματισμός τής κόγχης τού οφθαλμού, κατά τον οποίο ο κογχικός δείκτης εμφανίζει μεγαλύτερο το ύψος τού οφθαλμικού κόγχου σε σχέση με την εγκάρσια διάμετρο τής βάσης του, όπως λ.χ. τών Εσκιμώων, τών Μογγόλων κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» +… …   Dictionary of Greek

  • Νειλώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Οι μόνες μαρτυρίες που αναφέρουν το όνομα Ν. εντοπίζονται στην Ερμούπολη, πόλη της Άνω Αιγύπτου, κοντά στη σημερινή πόλη Μίνια, όπου υπάρχει ένα νεκροταφείο. Πολλοί τάφοι του νεκροταφείου αυτού σώζονται σχεδόν ανέπαφοι. Σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”